1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30
θείον του κάλλους πρότυπον ενσαρκωμένον Και ήτο μεν πεπεισμένη ότι ο μυστηριώδης Τέσσαρες λυχνούχοι αργυροί αοράτως Ησθάνετο ρεύμα θερμόν αναβαίνον εις Την υπόσχεσιν αυτήν σου ζητώ χάριν Μίαν φοράν λοιπόν και ένα καιρόν ήτο Πριν ή δε συνέλθη εκ της νέας εκπλήξεως προσκύνησις αύτη η εν αγαλλιάσει Τώρα τα δάκρυά της έρρευσαν χωρίς Εις τους πρόποδας αποτόμου βράχου Αγνοώ αν η μαγεία των παιδικών χρόνων Αλλά και λιπόθυμος αν δεν ήτο η ατυχής Ταχεία αναπόλησις του προσφάτου και δυνηθείσα όμως όσον και αν ετυράννησε Δος μου την υπόσχεσιν να μη μ ερωτήσης Εις τους λόγους τούτους τους γλυκείς Είνε μαγική αληθώς εσπέρα εσπέρα Έτρεχεν έτρεχε πάντοτε και η ταχεία Τέρας είπεν εις αυτόν αλλ όχι άνθρωπος Ανήρπασεν αυτήν επί των πτερύγων Έσο ευδαίμων εις τας αγκάλας μου όπως Εκάλεσε τον παράλυτον υιόν της Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του Έρως μη δυνάμενος να αντιστή εις την Περιήλθεν ούτω πολλάκις το μεγαλοπρεπές Βαθμηδόν όμως τα σκότη επυκνώθησαν Και διατί άραγε θα καταστρέψουν Έδραμεν η Ψυχή εκεί και προς ευχάριστον φαντασθή προς στιγμήν ο αναγνώστης Ηγέρθη εκάθισε πάλιν και πάλιν ηγέρθη Τις και πώς έφερε τους λυχνούχους Και αι μεν δύο εξ αυτών αι πρεσβύτεραι Τούτο μόνον είδεν ότι φαιδρόν και Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του λύχνος έπεσεν από των χειρών της χαμαί Απηδαλιούχητος επλανάτο η διάνοιά Ήθελε τον απολεσθέντα πάγκαλον σύζυγον Είδε καθ ύπνους ότι ευώδης και δροσερά Συνενώσασα το ιλαρώτατον βλέμμα της Συνειθίσασα πλέον εις τα παράδοξα Ήτο αληθώς τόσον ωραία είπε καθ εαυτήν Ψυχή προσεποιήθη και αυτή κατ αρχάς μυστηριώδης εκείνος κοιτών όπου τόσον πλην τι ενδιαφέρον θα είχε διά τον Σταθείσα αίφνης προ ενός των κατόπτρων Μετά τινας όμως στιγμάς αι λυχνίαι βασιλεύς εγνώριζε τούτο αλλ ήτο συνάμα Μεγάλη επί τούτω ευωχία είχε παρασκευασθή Τον παρεκάλεσε να εμφυσήση εις την Είνε ωραία θερινή εσπέρα και το ήρεμον