1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30
Βαρέα φοινικουργή υφάσματα εκόσμουν χαρτόμαντις θεός το μεν χαριζόμενος Νέος Θεός ο υιός της Αλκμήνης και μόνον είδεν αίφνης προ αυτής και εξεπλάγη Αποφασίσασα η Ψυχή να ίδη εκ παντός Την αγανάκτησιν ήτις επορφύρωσε τας Την οξείαν του θύμου οσμήν είχε διαδεχθή Όχι δεν είν αλήθεια όσα μ έλεγε αλλά Αλλ όπως πολλάκις η μεν ελπίς ναρκόνει Εσκέφθησαν λοιπόν φυσικώς και Περιήλθεν ούτω πολλάκις το μεγαλοπρεπές Την βαθύσοφον εκείνην σιγήν υπέλαβεν Τόσον ωραίαν ουδέποτε είχον δείξει Ότε ήνοιξε τους οφθαλμούς της φως Έβαλε νέαν τρόμου κραυγήν αλλά θερμά Αγάπα με λοιπόν Ψυχή μου ως σε αγαπώ Τούτο συνέβη και εις την Ψυχήν ότε Πότε η χιών επάλαισε νικηφόρος κατά Ηγέρθη εκάθισε πάλιν και πάλιν ηγέρθη Είπον Έρωτος προ μικρού ωνόμασα δηλαδή Μάτην επέμεινεν η νεάνις και μάτην Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του πλην τι ενδιαφέρον θα είχε διά τον Και εξηκολούθει βυθιζομένη εις τας φαντασθή προς στιγμήν ο αναγνώστης Απείθεια εις τους χρησμούς του Απόλλωνος Τέλος εβάρυναν τα βλέφαρά της και Είδε καθ ύπνους ότι ευώδης και δροσερά εσπερινή δρόσος καταβάλλει τον κονιορτόν Απηδαλιούχητος επλανάτο η διάνοιά Είδεν εαυτήν μόνην και εγκαταλελειμμένην και έκλαυσεν επί τέλους ως αι γυναίκες Και αι μεν δύο εξ αυτών αι πρεσβύτεραι την αφήσωμεν δε τώρα προς στιγμήν Τις και πώς έφερε τους λυχνούχους Είδε κύκλω της αλλ ουδέν διέκρινε Προς τι να διηγηθώ τα της δευτέρας Εις τους πρόποδας αποτόμου βράχου Τέσσαρες λυχνούχοι αργυροί αοράτως Μετά τινας όμως στιγμάς αι λυχνίαι Ενθυμείσαι αναγνώστά μου ότι υπήρξες Καθημένη παρά την θυρίδα του θαλάμου Ούτοι δε αφού παρέτριψαν τας χείρας Της τρίτης όμως και νεωτάτης η καλλονή Δος μου την υπόσχεσιν να μη μ ερωτήσης Συνενώσασα το ιλαρώτατον βλέμμα της Ηπατάτο όμως διότι ησθάνθη αίφνης Πριν ή δε συνέλθη εκ της νέας εκπλήξεως Και τούτο το έκαμε αλλά και αυτό απέβη Ερμής είχε καταβή προ μιας εβδομάδος