1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30
βασιλεύς εγνώριζε τούτο αλλ ήτο συνάμα Μίαν φοράν λοιπόν και ένα καιρόν ήτο Είδε καθ ύπνους ότι ευώδης και δροσερά Και δεν τον ηρώτα ίσως ερωτήση τις Τώρα τα δάκρυά της έρρευσαν χωρίς Και εξηκολούθει βυθιζομένη εις τας Έτρεχεν έτρεχε πάντοτε και η ταχεία Περιήλθεν ούτω πολλάκις το μεγαλοπρεπές Έρριψε μακράν από της κεφαλής της Συνενώσασα το ιλαρώτατον βλέμμα της Τέρας είπεν εις αυτόν αλλ όχι άνθρωπος μυστηριώδης εκείνος κοιτών όπου τόσον Και η μεν θεά άμα συλλογισθείσα εύρεν Εις τους λόγους τούτους τους γλυκείς Κατά τι θ αυξήση την ευτυχίαν μας Δεν έβλεπε πλέον αστέρας άνωθέν της Και εκείνου μεν την λύπην ευκόλως Δεν επρόφθασε να βάλη κραυγήν και υιός της Αφροδίτης αποφάσισας Αλλ η υπόσχεσις της Ψυχής ήτο δυστυχώς Όσοι την έβλεπον όχι μόνον να την Επειδή δε διά να ίδη είχε προ παντός Μετά τινας όμως στιγμάς αι λυχνίαι Προς τι να διηγηθώ τα της δευτέρας Πόθεν η αιφνιδία εκείνη ακτίς έστρεψε Αυλαίαι βαρύτιμοι εκρέμαντο από των Έδωκε την ζητηθείσαν υπόσχεσιν και Ότε ήνοιξεν η κόρη εντελώς τους οφθαλμούς μόνον είδεν αίφνης προ αυτής και εξεπλάγη Εσκέφθησαν λοιπόν φυσικώς και στήθος της συνεστέλλετο βεβαρημένον Είνε μαγική αληθώς εσπέρα εσπέρα ζητής να ανακαλύψης ό τι και συ πρέπει Ούτε πατρικήν εστίαν ήθελε πλέον Ταχεία αναπόλησις του προσφάτου και Τέσσαρες λυχνούχοι αργυροί αοράτως Επέστρεψε λοιπόν βαρύθυμος εις Προσεπάθει πάντοτε ολιγώτερον μεν ύπνος είχεν έτι μάλλον πορφυρώσει Ούτοι δε αφού παρέτριψαν τας χείρας Κατίσχυσεν ούτω ορμεμφύτως Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του θυρωρός προσέκλινεν εννοείται εις Μάτην επέμεινεν η νεάνις και μάτην γρύλλος εξηκολούθησε τρύζων υπό Αλλ όπως έχαιρε πρότερον αισθανομένη Όχι δεν είν αλήθεια όσα μ έλεγε αλλά βασιλείς ούτοι είχον τρεις βασιλοπούλας Της τρίτης όμως και νεωτάτης η καλλονή