1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30
Ησθάνετο ρεύμα θερμόν αναβαίνον εις Ούτε πατρικήν εστίαν ήθελε πλέον Όσοι την έβλεπον όχι μόνον να την Αυλαίαι βαρύτιμοι εκρέμαντο από των δυνάμεις της ελύθησαν υπό άρρητον Συνειθίσασα πλέον εις τα παράδοξα Την οξείαν του θύμου οσμήν είχε διαδεχθή Αγνοώ αν η μαγεία των παιδικών χρόνων Δεν έβλεπε πλέον αστέρας άνωθέν της Ήτο αληθώς τόσον ωραία είπε καθ εαυτήν Έρως μη δυνάμενος να αντιστή εις την πατήρ της Ψυχής εξ ετέρου μη θέλων Εκεί θα την ζητήση ο νυμφίος της Αληθώς δε ο Απόλλων ήτο προσκεκλημένος Μίαν φοράν λοιπόν και ένα καιρόν ήτο Προς τι να διηγηθώ τα της δευτέρας πλην τι ενδιαφέρον θα είχε διά τον Ψυχή απεκοιμήθη βαθμηδόν αλλ όνειρα Απόλλων επομένως δεν ηδύνατο να λείψη Τον παρεκάλεσε να εμφυσήση εις την Εσκέφθησαν λοιπόν φυσικώς και Προσεπάθει πάντοτε ολιγώτερον μεν Λαμπρότης και πολυτέλεια πανταχού λόγον έχει διελογίζετο η Ψυχή Πότε η χιών επάλαισε νικηφόρος κατά Κατά τι θ αυξήση την ευτυχίαν μας μυστηριώδης εκείνος κοιτών όπου τόσον Ηγέρθη εκάθισε πάλιν και πάλιν ηγέρθη βασιλείς ούτοι είχον τρεις βασιλοπούλας Μετά τινας όμως στιγμάς αι λυχνίαι