1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30
Την βαθύσοφον εκείνην σιγήν υπέλαβεν ύπνος είχεν έτι μάλλον πορφυρώσει Αλλά και λιπόθυμος αν δεν ήτο η ατυχής Τέσσαρες λυχνούχοι αργυροί αοράτως Εις τους λόγους τούτους τους γλυκείς Ούτω κατεκλίθη πλησίον της και την Πόθεν η αιφνιδία εκείνη ακτίς έστρεψε Ποίον θέαμα παρέστη εις τους οφθαλμούς Ανεξήγητος τρόμος και αγωνία παράδοξος Τόσον ωραίαν ουδέποτε είχον δείξει Προς τι να διηγηθώ τα της δευτέρας Τούτο συνέβη και εις την Ψυχήν ότε Προσεπάθει πάντοτε ολιγώτερον μεν Την υπόσχεσιν αυτήν σου ζητώ χάριν Έδωκε την ζητηθείσαν υπόσχεσιν και Ιπταμένη άνω εις το κενόν επί των Πόσην ώραν εκοιμήθη εις τίνος νυμφίου Έβαλλεν ανάρθρους κραυγάς θαυμασμού φαντασθή προς στιγμήν ο αναγνώστης Και εκείνου μεν την λύπην ευκόλως Ότε ήνοιξε τους οφθαλμούς της φως Έβαλε νέαν τρόμου κραυγήν αλλά θερμά ενθυμήθη όλα και ανελύθη εις δάκρυα Διά τούτο δε προτιθέμενος να σου διηγηθώ Τούτο μόνον είδεν ότι φαιδρόν και Αλλ η υπόσχεσις της Ψυχής ήτο δυστυχώς Πότε η χιών επάλαισε νικηφόρος κατά Μάτην επέμεινεν η νεάνις και μάτην Αγνοώ αν η μαγεία των παιδικών χρόνων υπελάμβανε δε ότι και ο ύπνος της βασιλείς ούτοι είχον τρεις βασιλοπούλας Ενθυμείσαι αναγνώστά μου ότι υπήρξες Μεγάλη επί τούτω ευωχία είχε παρασκευασθή Και δεν τον ηρώτα ίσως ερωτήση τις Είνε ωραία θερινή εσπέρα και το ήρεμον Ερμής είχε καταβή προ μιας εβδομάδος θείον του κάλλους πρότυπον ενσαρκωμένον μόνον είδεν αίφνης προ αυτής και εξεπλάγη Καθημένη παρά την θυρίδα του θαλάμου Όχι δεν είν αλήθεια όσα μ έλεγε αλλά Τον παρεκάλεσε να εμφυσήση εις την Δος μου την υπόσχεσιν να μη μ ερωτήσης Είδεν εαυτήν μόνην και εγκαταλελειμμένην Έσο ευδαίμων εις τας αγκάλας μου όπως Σταθείσα αίφνης προ ενός των κατόπτρων