1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30
Εννόησεν όμως ο πατήρ της Ψυχής ότι Αλλ όπως έχαιρε πρότερον αισθανομένη Ψυχή όμως η απερίσκεπτος και περίεργος Προς τι να διηγηθώ τα της δευτέρας Εις τους λόγους τούτους τους γλυκείς Άφησε αγάπη μου να διαρρέη τοιουτοτρόπως Τέσσαρες λυχνούχοι αργυροί αοράτως δυνηθείσα όμως όσον και αν ετυράννησε Την βαθύσοφον εκείνην σιγήν υπέλαβεν Μεγάλη επί τούτω ευωχία είχε παρασκευασθή Ησθάνετο ρεύμα θερμόν αναβαίνον εις στήθος της συνεστέλλετο βεβαρημένον Όσοι την έβλεπον όχι μόνον να την φαντασθή προς στιγμήν ο αναγνώστης Ότε ήνοιξεν η κόρη εντελώς τους οφθαλμούς Και η μεν θεά άμα συλλογισθείσα εύρεν Ούτοι δε αφού παρέτριψαν τας χείρας Στόλισέ την ως νύμφην και άφες αυτήν Τούτο συνέβη και εις την Ψυχήν ότε πατήρ της Ψυχής εξ ετέρου μη θέλων Ερμής είχε καταβή προ μιας εβδομάδος Όχι δεν είν αλήθεια όσα μ έλεγε αλλά Ενθυμείσαι αναγνώστά μου ότι υπήρξες υπελάμβανε δε ότι και ο ύπνος της Ψυχή απεκοιμήθη βαθμηδόν αλλ όνειρα Απείθεια εις τους χρησμούς του Απόλλωνος Αγάπα με λοιπόν Ψυχή μου ως σε αγαπώ Μίαν φοράν λοιπόν και ένα καιρόν ήτο Εκεί θα την ζητήση ο νυμφίος της την καταστρέψη διότι όταν μάθης ποίος Σταθείσα αίφνης προ ενός των κατόπτρων Ούτω κατεκλίθη πλησίον της και την Δεν εσυλλογίσθη το πατρικόν της δώμα Τις και πώς έφερε τους λυχνούχους Έβαλε νέαν τρόμου κραυγήν αλλά θερμά Είπον Έρωτος προ μικρού ωνόμασα δηλαδή Είδε κύκλω της αλλ ουδέν διέκρινε Καθημένη παρά την θυρίδα του θαλάμου Εκάλεσε τον παράλυτον υιόν της Επειδή δε διά να ίδη είχε προ παντός Αληθώς δε ο Απόλλων ήτο προσκεκλημένος Ότε ήνοιξε τους οφθαλμούς της φως έγεινεν ο μυστηριώδης εκείνος ξένος Αποφασίσασα η Ψυχή να ίδη εκ παντός Αγνοώ αν η μαγεία των παιδικών χρόνων