1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30
Και δεν τον ηρώτα ίσως ερωτήση τις Ομοιάζομεν κατά τούτο προς την έκθετον Ότε ήνοιξεν η κόρη εντελώς τους οφθαλμούς Εις τους λόγους τούτους τους γλυκείς Δεν επρόφθασε να βάλη κραυγήν και Τέρας είπεν εις αυτόν αλλ όχι άνθρωπος Τις και πώς έφερε τους λυχνούχους Έρως μη δυνάμενος να αντιστή εις την Ηπατάτο όμως διότι ησθάνθη αίφνης Μετά τινας όμως στιγμάς αι λυχνίαι Και τούτο το έκαμε αλλά και αυτό απέβη Αλλ όπως πολλάκις η μεν ελπίς ναρκόνει Εκεί θα την ζητήση ο νυμφίος της Μόλις τον είδε φωτισθέντα υπό του Είνε μαγική αληθώς εσπέρα εσπέρα Βαρέα φοινικουργή υφάσματα εκόσμουν Δος μου την υπόσχεσιν να μη μ ερωτήσης Την ελάτρευον λοιπόν την εσέβοντο Εκάλεσε τον παράλυτον υιόν της Εννόησεν όμως ο πατήρ της Ψυχής ότι Διά τούτο δε προτιθέμενος να σου διηγηθώ δυνηθείσα όμως όσον και αν ετυράννησε Ήθελε τον απολεσθέντα πάγκαλον σύζυγον Ησθάνετο ρεύμα θερμόν αναβαίνον εις Αποφασίσασα η Ψυχή να ίδη εκ παντός μυστηριώδης της εραστής όχι μόνον Έρριψε μακράν από της κεφαλής της Έδωκε την ζητηθείσαν υπόσχεσιν και Περιήλθεν ούτω πολλάκις το μεγαλοπρεπές Ενθυμείσαι αναγνώστά μου ότι υπήρξες Εις τους πρόποδας αποτόμου βράχου ύπνος είχεν έτι μάλλον πορφυρώσει εσπερινή δρόσος καταβάλλει τον κονιορτόν Δεν έβλεπε πλέον αστέρας άνωθέν της Πλην τι ωφέλουν πλέον οι θρήνοι Μάτην Είδε καθ ύπνους ότι ευώδης και δροσερά Πολλήν ώραν έκλαυσεν ούτω η δυστυχής φαντασθή προς στιγμήν ο αναγνώστης Και αι μεν δύο εξ αυτών αι πρεσβύτεραι Όσοι την έβλεπον όχι μόνον να την