1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30
Τούτο μόνον είδεν ότι φαιδρόν και Ανελογίσθη ψυχρότερον τους λόγους Την βαθύσοφον εκείνην σιγήν υπέλαβεν Εκάλεσε τον παράλυτον υιόν της Πλην τι ωφέλουν πλέον οι θρήνοι Μάτην Εις τους λόγους τούτους τους γλυκείς Φύσει δε γυναικάρεσκος ων και ερωτύλος Υψώθη ούτω υπέρ τα σύννεφα και ίπτατο Την ελάτρευον λοιπόν την εσέβοντο Εσκέφθησαν λοιπόν φυσικώς και Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του Ενθυμείσαι αναγνώστά μου ότι υπήρξες Και δεν τον ηρώτα ίσως ερωτήση τις Πολλήν ώραν έκλαυσεν ούτω η δυστυχής έγεινεν ο μυστηριώδης εκείνος ξένος μυστηριώδης της εραστής όχι μόνον Τις και πώς έφερε τους λυχνούχους Πώς εκροτάλιζον τότε αι μικραί μου Δεν εσυλλογίσθη το πατρικόν της δώμα ελαφραί του πτέρυγες συνεσταλμέναι Επέστρεψε λοιπόν βαρύθυμος εις Αλλ η υπόσχεσις της Ψυχής ήτο δυστυχώς και έκλαυσεν επί τέλους ως αι γυναίκες Μεγάλη επί τούτω ευωχία είχε παρασκευασθή μόνον είδεν αίφνης προ αυτής και εξεπλάγη φαντασθή προς στιγμήν ο αναγνώστης Ούτω κατεκλίθη πλησίον της και την Όσοι την έβλεπον όχι μόνον να την Ανήρπασεν αυτήν επί των πτερύγων την αφήσωμεν δε τώρα προς στιγμήν ενθυμήθη όλα και ανελύθη εις δάκρυα Αλλ η μνήμη αυτής έγεινε κατ ολίγον Αυλαίαι βαρύτιμοι εκρέμαντο από των Δεν επρόφθασε να βάλη κραυγήν και Επειδή δε οι άνθρωποι τότε ήσαν θεοσεβέστεροι Έβαλλεν ανάρθρους κραυγάς θαυμασμού Συνειθίσασα πλέον εις τα παράδοξα Εις τους πρόποδας αποτόμου βράχου Αφιχθείς ο βασιλεύς εις το μαντικόν Απηδαλιούχητος επλανάτο η διάνοιά