1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30 1 5 10 20 30
Την ελάτρευον λοιπόν την εσέβοντο Δεν έβλεπε πλέον αστέρας άνωθέν της Ερμής είχε καταβή προ μιας εβδομάδος Περιήλθεν ούτω πολλάκις το μεγαλοπρεπές Την υπόσχεσιν αυτήν σου ζητώ χάριν Τούτο συνέβη και εις την Ψυχήν ότε Επειδή δε διά να ίδη είχε προ παντός Ψυχή απεκοιμήθη βαθμηδόν αλλ όνειρα πατήρ της Ψυχής εξ ετέρου μη θέλων την αφήσωμεν δε τώρα προς στιγμήν Ούτε πατρικήν εστίαν ήθελε πλέον Ανελογίσθη ψυχρότερον τους λόγους Λαμπρότης και πολυτέλεια πανταχού Έβαλλεν ανάρθρους κραυγάς θαυμασμού Έδωκε την ζητηθείσαν υπόσχεσιν και Ούτω κατεκλίθη πλησίον της και την Και η μεν θεά άμα συλλογισθείσα εύρεν Μάτην επέμεινεν η νεάνις και μάτην Ανεξήγητος τρόμος και αγωνία παράδοξος θυρωρός προσέκλινεν εννοείται εις μυστηριώδης εκείνος κοιτών όπου τόσον Διά τούτο δε προτιθέμενος να σου διηγηθώ Σταθείσα αίφνης προ ενός των κατόπτρων Ομοιάζομεν κατά τούτο προς την έκθετον Πόσην ώραν εκοιμήθη εις τίνος νυμφίου Την οξείαν του θύμου οσμήν είχε διαδεχθή δυνηθείσα όμως όσον και αν ετυράννησε Την βαθύσοφον εκείνην σιγήν υπέλαβεν Και δεν τον ηρώτα ίσως ερωτήση τις ύπνος είχεν έτι μάλλον πορφυρώσει Τούτο μόνον είδεν ότι φαιδρόν και Πώς εκροτάλιζον τότε αι μικραί μου Αγάπα με λοιπόν Ψυχή μου ως σε αγαπώ Έρως μη δυνάμενος να αντιστή εις την στήθος της συνεστέλλετο βεβαρημένον